Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
βλάττα
View word page
βλαστητικός
in active growth, sprouting

ShortDef

in active growth, sprouting

Debugging

Headword:
βλαστητικός
Headword (normalized):
βλαστητικός
Headword (normalized/stripped):
βλαστητικος
IDX:
17307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17308
Key:

Data

{'content': 'in active growth, sprouting'}