Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
βλάσφημος
View word page
βλάστησις
budding, sprouting

ShortDef

budding, sprouting

Debugging

Headword:
βλάστησις
Headword (normalized):
βλάστησις
Headword (normalized/stripped):
βλαστησις
IDX:
17306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17307
Key:

Data

{'content': 'budding, sprouting'}