Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
βλασφημία
View word page
βλαστημός
growth
ShortDef
growth
Debugging
Headword:
βλαστημός
Headword (normalized):
βλαστημός
Headword (normalized/stripped):
βλαστημος
IDX:
17305
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17306
Key:
Data
{'content': 'growth'}