Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
βλασφημέω
View word page
βλάστημα
offspring, an offshoot

ShortDef

offspring, an offshoot

Debugging

Headword:
βλάστημα
Headword (normalized):
βλάστημα
Headword (normalized/stripped):
βλαστημα
IDX:
17304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17305
Key:

Data

{'content': 'offspring, an offshoot'}