Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
βλαστός
βλαστοφυέω
View word page
βλάστη
growth, birth
ShortDef
growth, birth
Debugging
Headword:
βλάστη
Headword (normalized):
βλάστη
Headword (normalized/stripped):
βλαστη
IDX:
17303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17304
Key:
Data
{'content': 'growth, birth'}