Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
βλαστοκοπέω
βλαστολογέω
View word page
βλαστάνω
to bud, sprout, grow

ShortDef

to bud, sprout, grow

Debugging

Headword:
βλαστάνω
Headword (normalized):
βλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
βλαστανω
IDX:
17301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17302
Key:

Data

{'content': 'to bud, sprout, grow'}