Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
βλαστοδρεπής
View word page
βλάπτω
to disable, hinder (Hom.); to harm, damage

ShortDef

to disable, hinder (Hom.); to harm, damage

Debugging

Headword:
βλάπτω
Headword (normalized):
βλάπτω
Headword (normalized/stripped):
βλαπτω
IDX:
17299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17300
Key:

Data

{'content': 'to disable, hinder (Hom.); to harm, damage'}