Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἅβρωμα
ἄβρωμος
Ἄβρων
ἀβρώς
ἀβρωσία
ἄβρωτος
Ἀβυδηνός
Ἀβυδόθεν
Ἀβυδόθι
Ἄβυδος
ἀβύρσευτος
ἀβυρτάκη
ἀβυρτακοποιός
ἀβυρτακώδης
ἄβυσσος
ἀβωλόκοπος
ἄβωλος
ἄβως
ἄγα
ἀγάζομαι
ἀγάζω
View word page
ἀβύρσευτος
untanned
ShortDef
untanned
Debugging
Headword:
ἀβύρσευτος
Headword (normalized):
ἀβύρσευτος
Headword (normalized/stripped):
αβυρσευτος
IDX:
172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-173
Key:
Data
{'content': 'untanned'}