Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
βλάστησις
βλαστητικός
βλαστικός
View word page
βλαπτικός
hurtful, mischievous

ShortDef

hurtful, mischievous

Debugging

Headword:
βλαπτικός
Headword (normalized):
βλαπτικός
Headword (normalized/stripped):
βλαπτικος
IDX:
17298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17299
Key:

Data

{'content': 'hurtful, mischievous'}