Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
βλαστημός
View word page
βλακικός
lazy, stupid

ShortDef

lazy, stupid

Debugging

Headword:
βλακικός
Headword (normalized):
βλακικός
Headword (normalized/stripped):
βλακικος
IDX:
17295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17296
Key:

Data

{'content': 'lazy, stupid'}