Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
βλάστημα
View word page
βλακεύω
to be slack, lazy

ShortDef

to be slack, lazy

Debugging

Headword:
βλακεύω
Headword (normalized):
βλακεύω
Headword (normalized/stripped):
βλακευω
IDX:
17294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17295
Key:

Data

{'content': 'to be slack, lazy'}