Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
βλαστάω
βλάστη
View word page
βλάκευμα
stupid trick

ShortDef

stupid trick

Debugging

Headword:
βλάκευμα
Headword (normalized):
βλάκευμα
Headword (normalized/stripped):
βλακευμα
IDX:
17293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17294
Key:

Data

{'content': 'stupid trick'}