Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
βλαπτικός
βλάπτω
βλάσκει
βλαστάνω
View word page
βλακεία
laziness, stupidity

ShortDef

laziness, stupidity

Debugging

Headword:
βλακεία
Headword (normalized):
βλακεία
Headword (normalized/stripped):
βλακεια
IDX:
17291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17292
Key:

Data

{'content': 'laziness, stupidity'}