Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
βλάξ
View word page
βλαισόομαι
to be crooked

ShortDef

to be crooked

Debugging

Headword:
βλαισόομαι
Headword (normalized):
βλαισόομαι
Headword (normalized/stripped):
βλαισοομαι
IDX:
17287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17288
Key:

Data

{'content': 'to be crooked'}