Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
βλακώδης
View word page
βλαδαρός
flaccid
ShortDef
flaccid
Debugging
Headword:
βλαδαρός
Headword (normalized):
βλαδαρός
Headword (normalized/stripped):
βλαδαρος
IDX:
17286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17287
Key:
Data
{'content': 'flaccid'}