Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
βλακεία
βλακεννόμιον
βλάκευμα
βλακεύω
βλακικός
View word page
βλάβομαι
stumble, hesitate

ShortDef

stumble, hesitate

Debugging

Headword:
βλάβομαι
Headword (normalized):
βλάβομαι
Headword (normalized/stripped):
βλαβομαι
IDX:
17285
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17286
Key:

Data

{'content': 'stumble, hesitate'}