Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
βλαισός
βλαισότης
βλαίσωσις
View word page
βιωτός
to be lived, worth living

ShortDef

to be lived, worth living

Debugging

Headword:
βιωτός
Headword (normalized):
βιωτός
Headword (normalized/stripped):
βιωτος
IDX:
17280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17281
Key:

Data

{'content': 'to be lived, worth living'}