Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
βλαδαρός
βλαισόομαι
View word page
βιώσκομαι
to quicken, make or keep alive
ShortDef
to quicken, make or keep alive
Debugging
Headword:
βιώσκομαι
Headword (normalized):
βιώσκομαι
Headword (normalized/stripped):
βιωσκομαι
IDX:
17277
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17278
Key:
Data
{'content': 'to quicken, make or keep alive'}