Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
βλάβη
βλάβομαι
View word page
βιώσιμος
to be lived, worth living

ShortDef

to be lived, worth living

Debugging

Headword:
βιώσιμος
Headword (normalized):
βιώσιμος
Headword (normalized/stripped):
βιωσιμος
IDX:
17275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17276
Key:

Data

{'content': 'to be lived, worth living'}