Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
βλαβερός
View word page
Βίων
Bion
ShortDef
Bion
Debugging
Headword:
Βίων
Headword (normalized):
βίων
Headword (normalized/stripped):
βιων
IDX:
17273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17274
Key:
Data
{'content': 'Bion'}