Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
βιωφελής
βλαβεραυγής
View word page
βιώλεθρος
destructive of life

ShortDef

destructive of life

Debugging

Headword:
βιώλεθρος
Headword (normalized):
βιώλεθρος
Headword (normalized/stripped):
βιωλεθρος
IDX:
17272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17273
Key:

Data

{'content': 'destructive of life'}