Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
βιώσιμος
βίωσις
βιώσκομαι
βιωτέον
βιωτικός
βιωτός
View word page
βίτος
tyre
ShortDef
tyre
Debugging
Headword:
βίτος
Headword (normalized):
βίτος
Headword (normalized/stripped):
βιτος
IDX:
17270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17271
Key:
Data
{'content': 'tyre'}