Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀθηρία
ἀθηρόβρωτος
ἀθηροπώλης
ἄθηρος
ἀθήρωμα
ἀθησαύριστος
ἀθήτευτος
ἀθιγής
ἄθικτος
ἄθλαστος
ἀθλεύω
ἀθλέω
ἄθλημα
ἄθλησις
ἀθλητέον
ἀθλητής
ἀθλητικός
ἀθλιβής
ἀθλιόομαι
ἀθλιοποιός
ἄθλιος
View word page
ἀθλεύω
to contend for a prize, combat, wrestle
ShortDef
to contend for a prize, combat, wrestle
Debugging
Headword:
ἀθλεύω
Headword (normalized):
ἀθλεύω
Headword (normalized/stripped):
αθλευω
IDX:
1726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1727
Key:
Data
{'content': 'to contend for a prize, combat, wrestle'}