Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
βιώνης
View word page
βιόω
to live, pass one's life

ShortDef

to live, pass one's life

Debugging

Headword:
βιόω
Headword (normalized):
βιόω
Headword (normalized/stripped):
βιοω
IDX:
17264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17265
Key:

Data

{'content': "to live, pass one's life"}