Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
βιώλεθρος
Βίων
View word page
βιοφθόρος
destructive of life

ShortDef

destructive of life

Debugging

Headword:
βιοφθόρος
Headword (normalized):
βιοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
βιοφθορος
IDX:
17263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17264
Key:

Data

{'content': 'destructive of life'}