Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
Βίτων
View word page
βιοφειδής
penurious
ShortDef
penurious
Debugging
Headword:
βιοφειδής
Headword (normalized):
βιοφειδής
Headword (normalized/stripped):
βιοφειδης
IDX:
17261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17262
Key:
Data
{'content': 'penurious'}