Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
Βιστονίς
βίσων
βίτος
View word page
βιοτρόφος
life-sustaining

ShortDef

life-sustaining

Debugging

Headword:
βιοτρόφος
Headword (normalized):
βιοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
βιοτροφος
IDX:
17260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17261
Key:

Data

{'content': 'life-sustaining'}