Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
βίρρος
βίσβη
View word page
βιότιον
a scant living
ShortDef
a scant living
Debugging
Headword:
βιότιον
Headword (normalized):
βιότιον
Headword (normalized/stripped):
βιοτιον
IDX:
17257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17258
Key:
Data
{'content': 'a scant living'}