Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
βιπίννιον
View word page
βιοτή
a living, sustenance
ShortDef
a living, sustenance
Debugging
Headword:
βιοτή
Headword (normalized):
βιοτή
Headword (normalized/stripped):
βιοτη
IDX:
17255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17256
Key:
Data
{'content': 'a living, sustenance'}