Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
βιόω
View word page
βιοτεύω
to live

ShortDef

to live

Debugging

Headword:
βιοτεύω
Headword (normalized):
βιοτεύω
Headword (normalized/stripped):
βιοτευω
IDX:
17254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17255
Key:

Data

{'content': 'to live'}