Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
βιοτοσκόπος
βιοτρόφος
βιοφειδής
βιοφθορία
βιοφθόρος
View word page
βιότευμα
manner of life

ShortDef

manner of life

Debugging

Headword:
βιότευμα
Headword (normalized):
βιότευμα
Headword (normalized/stripped):
βιοτευμα
IDX:
17253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17254
Key:

Data

{'content': 'manner of life'}