Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
βιότιον
βίοτος
View word page
βιοσσόος
life-supporting
ShortDef
life-supporting
Debugging
Headword:
βιοσσόος
Headword (normalized):
βιοσσόος
Headword (normalized/stripped):
βιοσσοος
IDX:
17248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17249
Key:
Data
{'content': 'life-supporting'}