Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
βιοτήσιος
View word page
βιός
a bow

ShortDef

a bow

Debugging

Headword:
βιός
Headword (normalized):
βιός
Headword (normalized/stripped):
βιος
IDX:
17246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17247
Key:

Data

{'content': 'a bow'}