Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
βιοτεύω
βιοτή
View word page
βιόπρατος
ne'er-do-weel

ShortDef

ne'er-do-weel

Debugging

Headword:
βιόπρατος
Headword (normalized):
βιόπρατος
Headword (normalized/stripped):
βιοπρατος
IDX:
17245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17246
Key:

Data

{'content': "ne'er-do-weel"}