Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
βιότευμα
View word page
βιοπόνος
living by labour
ShortDef
living by labour
Debugging
Headword:
βιοπόνος
Headword (normalized):
βιοπόνος
Headword (normalized/stripped):
βιοπονος
IDX:
17243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17244
Key:
Data
{'content': 'living by labour'}