Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
βιοτέρμων
View word page
βιοπλανής
wandering to get one's living, a beggar
ShortDef
wandering to get one's living, a beggar
Debugging
Headword:
βιοπλανής
Headword (normalized):
βιοπλανής
Headword (normalized/stripped):
βιοπλανης
IDX:
17242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17243
Key:
Data
{'content': "wandering to get one's living, a beggar"}