Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
βιοτά
βιοτεία
View word page
βιομήχανος
clever at getting a living
ShortDef
clever at getting a living
Debugging
Headword:
βιομήχανος
Headword (normalized):
βιομήχανος
Headword (normalized/stripped):
βιομηχανος
IDX:
17241
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17242
Key:
Data
{'content': 'clever at getting a living'}