Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
βιοσσόος
βιοστερής
View word page
βιολογικός
of a βιολόγος

ShortDef

of a βιολόγος

Debugging

Headword:
βιολογικός
Headword (normalized):
βιολογικός
Headword (normalized/stripped):
βιολογικος
IDX:
17239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17240
Key:

Data

{'content': 'of a βιολόγος'}