Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
βίος
View word page
βιοκωλύτης
an officer to suppress violence

ShortDef

an officer to suppress violence

Debugging

Headword:
βιοκωλύτης
Headword (normalized):
βιοκωλύτης
Headword (normalized/stripped):
βιοκωλυτης
IDX:
17237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17238
Key:

Data

{'content': 'an officer to suppress violence'}