Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
βιόπραγος
βιόπρατος
βιός
View word page
βιόκουρος
via, curo
ShortDef
via, curo
Debugging
Headword:
βιόκουρος
Headword (normalized):
βιόκουρος
Headword (normalized/stripped):
βιοκουρος
IDX:
17236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17237
Key:
Data
{'content': 'via, curo'}