Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βῖκος
βικόστομον
βιλλαρικός
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
βιοπλανής
βιοπόνος
View word page
βιοθάλμιος
lively, strong, hale

ShortDef

lively, strong, hale

Debugging

Headword:
βιοθάλμιος
Headword (normalized):
βιοθάλμιος
Headword (normalized/stripped):
βιοθαλμιος
IDX:
17233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17234
Key:

Data

{'content': 'lively, strong, hale'}