Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βικίον
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλλαρικός
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
βιομήχανος
View word page
βιοδώτωρ
furnishing a livelihood

ShortDef

furnishing a livelihood

Debugging

Headword:
βιοδώτωρ
Headword (normalized):
βιοδώτωρ
Headword (normalized/stripped):
βιοδωτωρ
IDX:
17231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17232
Key:

Data

{'content': 'furnishing a livelihood'}