Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βιθυνός
βικίον
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλλαρικός
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
βιολογέομαι
βιολογικός
βιολόγος
View word page
βιόδωρος
life-giving
ShortDef
life-giving
Debugging
Headword:
βιόδωρος
Headword (normalized):
βιόδωρος
Headword (normalized/stripped):
βιοδωρος
IDX:
17230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17231
Key:
Data
{'content': 'life-giving'}