Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιθυνιαρχία
Βιθυνικός
Βιθυνίς
Βιθυνός
βικίον
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλλαρικός
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
βιοκωλύτης
View word page
βινητιάω
to want to have sex

ShortDef

to want to have sex

Debugging

Headword:
βινητιάω
Headword (normalized):
βινητιάω
Headword (normalized/stripped):
βινητιαω
IDX:
17227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17228
Key:

Data

{'content': 'to want to have sex'}