Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιθυνιάρχης
βιθυνιαρχία
Βιθυνικός
Βιθυνίς
Βιθυνός
βικίον
βικίον2
βῖκος
βικόστομον
βιλλαρικός
βινέω
βινητιάω
βιογραφία
βιοδότης
βιόδωρος
βιοδώτωρ
βιοζυγής
βιοθάλμιος
βιοθρέμμων
βιοκλώστειρα
βιόκουρος
View word page
βινέω
have sex

ShortDef

have sex

Debugging

Headword:
βινέω
Headword (normalized):
βινέω
Headword (normalized/stripped):
βινεω
IDX:
17226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17227
Key:

Data

{'content': 'have sex'}