Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλίδιον
βίβλινος
Βίβλινος
βιβλιογραφία
βιβλιογράφος
βιβλιοθήκη
View word page
βίβημι
to stride

ShortDef

to stride

Debugging

Headword:
βίβημι
Headword (normalized):
βίβημι
Headword (normalized/stripped):
βιβημι
IDX:
17185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17186
Key:

Data

{'content': 'to stride'}