Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλίδιον
βίβλινος
Βίβλινος
βιβλιογραφία
βιβλιογράφος
View word page
βιβάω
to stride
ShortDef
to stride
Debugging
Headword:
βιβάω
Headword (normalized):
βιβάω
Headword (normalized/stripped):
βιβαω
IDX:
17184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17185
Key:
Data
{'content': 'to stride'}