Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
βιβλίδιον
βίβλινος
View word page
βιβάσθω
striding
ShortDef
striding
Debugging
Headword:
βιβάσθω
Headword (normalized):
βιβάσθω
Headword (normalized/stripped):
βιβασθω
IDX:
17181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17182
Key:
Data
{'content': 'striding'}