Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
βιβλιάριον
βιβλιαφόρος
View word page
βιάω
to constrain

ShortDef

to constrain

Debugging

Headword:
βιάω
Headword (normalized):
βιάω
Headword (normalized/stripped):
βιαω
IDX:
17179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17180
Key:

Data

{'content': 'to constrain'}