Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βιάνωρ
βιαρκής
βίαρχος
Βίας
βιασμός
βιαστέον
βιαστής
βιαστικός
βιαστός
βιατάς
βιατήριον
βιάω
βιβάζω
βιβάσθω
βίβασις
βιβαστής
βιβάω
βίβημι
βιβλαρίδιον
βιβλιακός
βιβλιάριον
View word page
βιατήριον
with violence (?)

ShortDef

with violence (?)

Debugging

Headword:
βιατήριον
Headword (normalized):
βιατήριον
Headword (normalized/stripped):
βιατηριον
IDX:
17178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17179
Key:

Data

{'content': 'with violence (?)'}